Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
безцѣньныи — (15) пр. Неоценимый, бесценный: чьстьноѥ дрѣво бесцѣньно ѥсть. а кованьѥ его. злото. и серебро и камѣнье. и жьнчюгъ. Надп 1161; бесцѣньно же ѥсть сщ҃ноѥ. сщ҃но ѥсть правоѥ ѡ(т) иѥрѣ˫а б҃оу осщ҃но. ˫ако же цр҃кви тако же и съсоуди. ПНЧ 1296, 76;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ALLASSON — apud Flavium Vopisc. in Saturnino, c. 8. Calices tibi allassontes versicolores transmisi, quas mihi Sacerdos Templi obtulit, tibi et sorori meae specialiter dedicatos, quos tu velim festis diebus conviviis abhibeas. Putat. Salmas. legendum,… … Hofmann J. Lexicon universale
CALICES Allassontes — apud Vopiscum in Saturnino, c. 8. Calices tibi allassontes versicolores transmisi quos tu velim festis diebus conviciis adhrbeas: ex Aegypto afferebantur, versicolores et magni omnino pretii, πολυτελεῖς hinc Straboni, l. 16. Vide supra in voce… … Hofmann J. Lexicon universale
CRYSTALLINA Pocula — apud Statium, l. 3. Sylv. 4. in Coma Earini, v. 57. hic pocula magno Prima duci, murrasque graves, crystallaque portat Candidiore manu maximo olim in pretio, ut et alia ex eo vasa. Solinus, c. 20. extr. Illic (in Scythia) et crystallus, quem… … Hofmann J. Lexicon universale
PENINIM — vox Hebr. Gap desc: Hebrew, Proverb. c. 3. v. 15. Est pretiosior τοῖς Peninim, c. 8. v. 11. Melior est sapientia τοῖς Peninim. c. 20. v. 15. Aurum et Peninim abunde sunt, sed labra erudita sunt rara suppellex, notat Margaritas, Chaldaeo, et R.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek